ευθυμολόγημα
Смотреть что такое "ευθυμολόγημα" в других словарях:
ευθυμολόγημα — το [ευμολογώ] αυτό που λέγεται και γράφεται για να προκαλέσει ευθυμία, ο εύθυμος λόγος … Dictionary of Greek
ευθυμολογία — η [ευθυμολόγος] 1. η ιδιότητα τού ευθυμολόγου, η φαιδρολογία 2. ο εύθυμος λόγος, το ευθυμολόγημα … Dictionary of Greek
ευθυμολογικός — ή, ό [ευθυμολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευθυμολογία ή στο ευθυμολόγημα … Dictionary of Greek